- βιβλιομανής
- ο библиоман
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βιβλιομανής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που έχει μανία να συλλέγει σπάνια και πολύτιμα βιβλία: Ξοδεύει πολλά λεφτά για παλιά βιβλία γιατί είναι βιβλιομανής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βιβλιομανής — ο, η μανιώδης συλλέκτης βιβλίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < βιβλίον + μανής < μαν , μαίνομαι (πρβλ. γαλλ. bibliomane). Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον Δημ. Βερναρδάκη] … Dictionary of Greek
-μανής — (Α μανής) β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών που ανάγεται σε θ. μαν τού μαίνομαι* (πρβλ. μανία) και χαρακτηρίζει άτομα που κατέχονται από μεγάλη επιθυμία, που επιδιώκουν μανιωδώς ή που τούς αρέσει υπερβολικά κάτι.Σύνθετα σε μανής: ανδρομανής,… … Dictionary of Greek
βιβλιομανία — η η ιδιότητα εκείνου που είναι βιβλιομανής: Η βιβλιομανία του τον έχει οδηγήσει στην ανακάλυψη βιβλίων σπάνιων εκδόσεων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βιβλιοσυλλέκτης — ο ο συλλέκτης βιβλίων, κατά μια έννοια και ο βιβλιομανής: Είναι γνωστός βιβλιοσυλλέκτης, με μία μεγάλη συλλογή σπάνιων βιβλίων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)